Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεκπληρόω
συνεκπνέω
συνεκποιέομαι
συνεκπονέω
συνεκπορεύομαι
συνεκπορίζω
συνεκποτέα
συνεκπρήσσομαι
συνεκπυρόομαι
συνεκσῴζω
συνεκτάττω
συνεκτίθημι
συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτρᾱχῡ́νομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκφέρω
συνεκχέομαι
συνελαύνω
συνελευθερόω
View word page
συν-εκτάττω
συν-εκτάττωAtt.vbἐκτάσσω help to draw upan armyin lineX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνεκτάττω
Headword (normalized):
συνεκτάττω
Headword (normalized/stripped):
συνεκταττω
IDX:
38347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38348
Key:
συνεκτάττω

Data

{'headword_display': '<b>συν-εκτάττω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-εκτάττω</HL><PS>Att.vb</PS><Ety><Ref>ἐκτάσσω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>help to draw up<Prnth>an army</Prnth>in line</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεκτάττω'}