Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεκπλέω
συνεκπληρόω
συνεκπνέω
συνεκποιέομαι
συνεκπονέω
συνεκπορεύομαι
συνεκπορίζω
συνεκποτέα
συνεκπρήσσομαι
συνεκπυρόομαι
συνεκσῴζω
συνεκτάττω
συνεκτίθημι
συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτρᾱχῡ́νομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκφέρω
συνεκχέομαι
συνελαύνω
View word page
συν-εκσῴζω
συν-εκσῴζωvb help to rescuesomeoneS. Men. of a person's spiritcome to the aid ofhis wearied bodyAntipho

ShortDef

help in preserving

Debugging

Headword:
συνεκσῴζω
Headword (normalized):
συνεκσῴζω
Headword (normalized/stripped):
συνεκσωζω
IDX:
38346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38347
Key:
συνεκσῴζω

Data

{'headword_display': '<b>συν-εκσῴζω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>συν-εκσῴζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>help to rescue</Tr><Obj>someone<Au>S. Men.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Indic>of a person's spirit</Indic><Tr>come to the aid of</Tr><Obj>his wearied body<Au>Antipho</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'συνεκσῴζω'}