Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεκπίπτω
συνεκπλέω
συνεκπληρόω
συνεκπνέω
συνεκποιέομαι
συνεκπονέω
συνεκπορεύομαι
συνεκπορίζω
συνεκποτέα
συνεκπρήσσομαι
συνεκπυρόομαι
συνεκσῴζω
συνεκτάττω
συνεκτίθημι
συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτρᾱχῡ́νομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκφέρω
συνεκχέομαι
View word page
συν-εκπυρόομαι
συν-εκπυρόομαιpass.contr.vb of bodily substancesbe fully inflamed togetherw. body heatPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνεκπυρόομαι
Headword (normalized):
συνεκπυρόομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεκπυροομαι
IDX:
38345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38346
Key:
συνεκπυρόομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-εκπυρόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-εκπυρόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of bodily substances</Indic><Tr>be fully inflamed together<Expl>w. body heat</Expl></Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεκπυρόομαι'}