Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεκπῑ́νω
συνεκπίπτω
συνεκπλέω
συνεκπληρόω
συνεκπνέω
συνεκποιέομαι
συνεκπονέω
συνεκπορεύομαι
συνεκπορίζω
συνεκποτέα
συνεκπρήσσομαι
συνεκπυρόομαι
συνεκσῴζω
συνεκτάττω
συνεκτίθημι
συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτρᾱχῡ́νομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκφέρω
View word page
συν-εκπρήσσομαι
συνεκπρήσσομαιIon.mid.vbἐκπρᾱ́σσω helpw.dat.someoneto avengea death, abductionHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνεκπρήσσομαι
Headword (normalized):
συνεκπρήσσομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεκπρησσομαι
IDX:
38344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38345
Key:
συνεκπρήσσομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-εκπρήσσομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν<hyph/>εκπρήσσομαι</HL><PS>Ion.mid.vb</PS><Ety><Ref>ἐκπρᾱ́σσω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>help<Prnth><GLbl>w.dat.</GLbl>someone</Prnth>to avenge</Tr><Obj>a death, abduction<Au>Hdt.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεκπρήσσομαι'}