Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεκπεράω
συνεκπῑ́νω
συνεκπίπτω
συνεκπλέω
συνεκπληρόω
συνεκπνέω
συνεκποιέομαι
συνεκπονέω
συνεκπορεύομαι
συνεκπορίζω
συνεκποτέα
συνεκπρήσσομαι
συνεκπυρόομαι
συνεκσῴζω
συνεκτάττω
συνεκτίθημι
συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτρᾱχῡ́νομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
View word page
συνεκποτέα
συνεκποτέαneut.pl.impers.vbl.adj.seeσυνεκπῑ́νω

ShortDef

one must drink off at the same time

Debugging

Headword:
συνεκποτέα
Headword (normalized):
συνεκποτέα
Headword (normalized/stripped):
συνεκποτεα
IDX:
38343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38344
Key:
συνεκποτέα

Data

{'headword_display': '<b>συνεκποτέα</b>', 'content': '<XE><RefFm>συνεκποτέα<LblR>neut.pl.impers.vbl.adj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>συνεκπῑ́νω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'συνεκποτέα'}