Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεκπέμπω
συνεκπεράω
συνεκπῑ́νω
συνεκπίπτω
συνεκπλέω
συνεκπληρόω
συνεκπνέω
συνεκποιέομαι
συνεκπονέω
συνεκπορεύομαι
συνεκπορίζω
συνεκποτέα
συνεκπρήσσομαι
συνεκπυρόομαι
συνεκσῴζω
συνεκτάττω
συνεκτίθημι
συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτρᾱχῡ́νομαι
συνεκτρέφω
View word page
συν-εκπορίζω
συν-εκπορίζωvb help to providesthg.w.dat.for someoneX.

ShortDef

to help in procuring

Debugging

Headword:
συνεκπορίζω
Headword (normalized):
συνεκπορίζω
Headword (normalized/stripped):
συνεκποριζω
IDX:
38342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38343
Key:
συνεκπορίζω

Data

{'headword_display': '<b>συν-εκπορίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-εκπορίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>help to provide</Tr><Cmpl>sthg.<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>for someone</Expl><Au>X.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεκπορίζω'}