Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεκμοχλεύω
συνεκπέμπω
συνεκπεράω
συνεκπῑ́νω
συνεκπίπτω
συνεκπλέω
συνεκπληρόω
συνεκπνέω
συνεκποιέομαι
συνεκπονέω
συνεκπορεύομαι
συνεκπορίζω
συνεκποτέα
συνεκπρήσσομαι
συνεκπυρόομαι
συνεκσῴζω
συνεκτάττω
συνεκτίθημι
συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτρᾱχῡ́νομαι
View word page
συν-εκπορεύομαι
συν-εκπορεύομαιmid.vb of troopsmarch forth togetherjoin in a campaignPlb.

ShortDef

go forth together with

Debugging

Headword:
συνεκπορεύομαι
Headword (normalized):
συνεκπορεύομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεκπορευομαι
IDX:
38341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38342
Key:
συνεκπορεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-εκπορεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-εκπορεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of troops</Indic><Def>march forth together</Def><Tr>join in a campaign</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεκπορεύομαι'}