Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεκκρούομαι
συνεκλείπω
συνεκμοχλεύω
συνεκπέμπω
συνεκπεράω
συνεκπῑ́νω
συνεκπίπτω
συνεκπλέω
συνεκπληρόω
συνεκπνέω
συνεκποιέομαι
συνεκπονέω
συνεκπορεύομαι
συνεκπορίζω
συνεκποτέα
συνεκπρήσσομαι
συνεκπυρόομαι
συνεκσῴζω
συνεκτάττω
συνεκτίθημι
συνεκτίκτω
View word page
συν-εκποιέομαι
συν-εκποιέομαιpass.contr.vb be made completebe fully furnishedw.dat.w. suppliesPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνεκποιέομαι
Headword (normalized):
συνεκποιέομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεκποιεομαι
IDX:
38339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38340
Key:
συνεκποιέομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-εκποιέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-εκποιέομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Def>be made complete</Def><vS2><Tr>be fully furnished</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. supplies<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεκποιέομαι'}