Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεκκρῑ́νομαι
συνεκκρούομαι
συνεκλείπω
συνεκμοχλεύω
συνεκπέμπω
συνεκπεράω
συνεκπῑ́νω
συνεκπίπτω
συνεκπλέω
συνεκπληρόω
συνεκπνέω
συνεκποιέομαι
συνεκπονέω
συνεκπορεύομαι
συνεκπορίζω
συνεκποτέα
συνεκπρήσσομαι
συνεκπυρόομαι
συνεκσῴζω
συνεκτάττω
συνεκτίθημι
View word page
συν-εκπνέω
συν-εκπνέωcontr.vb breathe one's last together, expire togetherw.dat.w. someoneE.

ShortDef

to breathe one's last along with

Debugging

Headword:
συνεκπνέω
Headword (normalized):
συνεκπνέω
Headword (normalized/stripped):
συνεκπνεω
IDX:
38338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38339
Key:
συνεκπνέω

Data

{'headword_display': '<b>συν-εκπνέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>συν-εκπνέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>breathe one's last together, expire together</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>E.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>", 'key': 'συνεκπνέω'}