Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεκκόπτω
συνεκκρῑ́νομαι
συνεκκρούομαι
συνεκλείπω
συνεκμοχλεύω
συνεκπέμπω
συνεκπεράω
συνεκπῑ́νω
συνεκπίπτω
συνεκπλέω
συνεκπληρόω
συνεκπνέω
συνεκποιέομαι
συνεκπονέω
συνεκπορεύομαι
συνεκπορίζω
συνεκποτέα
συνεκπρήσσομαι
συνεκπυρόομαι
συνεκσῴζω
συνεκτάττω
View word page
συν-εκπληρόω
συν-εκπληρόωcontr.vb fill out completelysatisfy to the fullsomeone's desirePlb. fulfila promisePlb. supplement, compensate forsthg. deficientPlb.

ShortDef

fill up the measure of, complete

Debugging

Headword:
συνεκπληρόω
Headword (normalized):
συνεκπληρόω
Headword (normalized/stripped):
συνεκπληροω
IDX:
38337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38338
Key:
συνεκπληρόω

Data

{'headword_display': '<b>συν-εκπληρόω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>συν-εκπληρόω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Def>fill out completely</Def><vS2><Tr>satisfy to the full</Tr><Obj>someone's desire<Au>Plb.</Au></Obj></vS2> </vS1> <vS1><Tr>fulfil</Tr><Obj>a promise<Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Tr>supplement, compensate for</Tr><Obj>sthg. deficient<Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'συνεκπληρόω'}