Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεκκαίω
συνεκκαλέομαι
συνέκκειμαι
συνεκκλέπτω
συνεκκλησιάζω
συνεκκομίζω
συνεκκόπτω
συνεκκρῑ́νομαι
συνεκκρούομαι
συνεκλείπω
συνεκμοχλεύω
συνεκπέμπω
συνεκπεράω
συνεκπῑ́νω
συνεκπίπτω
συνεκπλέω
συνεκπληρόω
συνεκπνέω
συνεκποιέομαι
συνεκπονέω
συνεκπορεύομαι
View word page
συν-εκμοχλεύω
συν-εκμοχλεύωvb help to lever opendoorsAr.

ShortDef

join in forcing open

Debugging

Headword:
συνεκμοχλεύω
Headword (normalized):
συνεκμοχλεύω
Headword (normalized/stripped):
συνεκμοχλευω
IDX:
38331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38332
Key:
συνεκμοχλεύω

Data

{'headword_display': '<b>συν-εκμοχλεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-εκμοχλεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>help to lever open<Expl>doors</Expl></Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεκμοχλεύω'}