Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεκδύομαι
συνεκθερμαίνω
συνεκθνῄσκω
συνεκκαίδεκα
συνεκκαίω
συνεκκαλέομαι
συνέκκειμαι
συνεκκλέπτω
συνεκκλησιάζω
συνεκκομίζω
συνεκκόπτω
συνεκκρῑ́νομαι
συνεκκρούομαι
συνεκλείπω
συνεκμοχλεύω
συνεκπέμπω
συνεκπεράω
συνεκπῑ́νω
συνεκπίπτω
συνεκπλέω
συνεκπληρόω
View word page
συν-εκκόπτω
συν-εκκόπτωvb help to cut downtreesX.

ShortDef

to help to cut away

Debugging

Headword:
συνεκκόπτω
Headword (normalized):
συνεκκόπτω
Headword (normalized/stripped):
συνεκκοπτω
IDX:
38327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38328
Key:
συνεκκόπτω

Data

{'headword_display': '<b>συν-εκκόπτω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-εκκόπτω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>help to cut down</Tr><Obj>trees<Au>X.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεκκόπτω'}