Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεκδίδωμι
συνεκδραμεῖν
συνεκδύομαι
συνεκθερμαίνω
συνεκθνῄσκω
συνεκκαίδεκα
συνεκκαίω
συνεκκαλέομαι
συνέκκειμαι
συνεκκλέπτω
συνεκκλησιάζω
συνεκκομίζω
συνεκκόπτω
συνεκκρῑ́νομαι
συνεκκρούομαι
συνεκλείπω
συνεκμοχλεύω
συνεκπέμπω
συνεκπεράω
συνεκπῑ́νω
συνεκπίπτω
View word page
συν-εκκλησιάζω
συν-εκκλησιάζωvb share in membership of the AssemblyPlu.

ShortDef

to frequent the ἐκκλησία

Debugging

Headword:
συνεκκλησιάζω
Headword (normalized):
συνεκκλησιάζω
Headword (normalized/stripped):
συνεκκλησιαζω
IDX:
38325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38326
Key:
συνεκκλησιάζω

Data

{'headword_display': '<b>συν-εκκλησιάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-εκκλησιάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>share in membership of the Assembly</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεκκλησιάζω'}