Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεκδημέω
συνέκδημος
συνεκδίδωμι
συνεκδραμεῖν
συνεκδύομαι
συνεκθερμαίνω
συνεκθνῄσκω
συνεκκαίδεκα
συνεκκαίω
συνεκκαλέομαι
συνέκκειμαι
συνεκκλέπτω
συνεκκλησιάζω
συνεκκομίζω
συνεκκόπτω
συνεκκρῑ́νομαι
συνεκκρούομαι
συνεκλείπω
συνεκμοχλεύω
συνεκπέμπω
συνεκπεράω
View word page
συν-έκκειμαι
συν-έκκειμαιmid.pass.vb of a childbe exposed togetherw.prep.phr.w. a trinketMen.of trinkets, w. a childMen.

ShortDef

to be exposed with

Debugging

Headword:
συνέκκειμαι
Headword (normalized):
συνέκκειμαι
Headword (normalized/stripped):
συνεκκειμαι
IDX:
38323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38324
Key:
συνέκκειμαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-έκκειμαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-έκκειμαι</HL><PS>mid.pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a child</Indic><Tr>be exposed together</Tr><Cmpl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>w. a trinket<Au>Men.</Au></Cmpl><vS2><Indic>of trinkets, w. a child</Indic><Au>Men.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'συνέκκειμαι'}