Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεισπρᾱ́ττω
συνεισφέρω
συνεκβαίνω
συνεκβάλλω
συνεκβιβάζω
συνεκδημέω
συνέκδημος
συνεκδίδωμι
συνεκδραμεῖν
συνεκδύομαι
συνεκθερμαίνω
συνεκθνῄσκω
συνεκκαίδεκα
συνεκκαίω
συνεκκαλέομαι
συνέκκειμαι
συνεκκλέπτω
συνεκκλησιάζω
συνεκκομίζω
συνεκκόπτω
συνεκκρῑ́νομαι
View word page
συν-εκθερμαίνω
συν-εκθερμαίνωvb help to fomentmilitary ardourin someonePlu.

ShortDef

make hot like oneself

Debugging

Headword:
συνεκθερμαίνω
Headword (normalized):
συνεκθερμαίνω
Headword (normalized/stripped):
συνεκθερμαινω
IDX:
38318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38319
Key:
συνεκθερμαίνω

Data

{'headword_display': '<b>συν-εκθερμαίνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-εκθερμαίνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>help to foment</Tr><Obj>military ardour<Expl>in someone</Expl><Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεκθερμαίνω'}