Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεισέρχομαι
συνείσομαι
συνεισπίπτω
συνεισπλέω
συνεισπρᾱ́ττω
συνεισφέρω
συνεκβαίνω
συνεκβάλλω
συνεκβιβάζω
συνεκδημέω
συνέκδημος
συνεκδίδωμι
συνεκδραμεῖν
συνεκδύομαι
συνεκθερμαίνω
συνεκθνῄσκω
συνεκκαίδεκα
συνεκκαίω
συνεκκαλέομαι
συνέκκειμαι
συνεκκλέπτω
View word page
συν-έκδημος
συν-έκδημοςουm one who goes abroad togethertravelling companionNT. Plu.

ShortDef

a fellow-traveller

Debugging

Headword:
συνέκδημος
Headword (normalized):
συνέκδημος
Headword (normalized/stripped):
συνεκδημος
IDX:
38314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38315
Key:
συνέκδημος

Data

{'headword_display': '<b>συν-έκδημος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συν-έκδημος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>one who goes abroad together</Def><Tr>travelling companion</Tr><Au>NT. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συνέκδημος'}