Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεισβάλλω
συνεισελαύνω
συνεισέρχομαι
συνείσομαι
συνεισπίπτω
συνεισπλέω
συνεισπρᾱ́ττω
συνεισφέρω
συνεκβαίνω
συνεκβάλλω
συνεκβιβάζω
συνεκδημέω
συνέκδημος
συνεκδίδωμι
συνεκδραμεῖν
συνεκδύομαι
συνεκθερμαίνω
συνεκθνῄσκω
συνεκκαίδεκα
συνεκκαίω
συνεκκαλέομαι
View word page
συν-εκβιβάζω
συν-εκβιβάζωvb help to extricatewagonsfr. mudX.

ShortDef

to help in bringing out

Debugging

Headword:
συνεκβιβάζω
Headword (normalized):
συνεκβιβάζω
Headword (normalized/stripped):
συνεκβιβαζω
IDX:
38312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38313
Key:
συνεκβιβάζω

Data

{'headword_display': '<b>συν-εκβιβάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-εκβιβάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>help to extricate</Tr><Obj>wagons<Expl>fr. mud</Expl><Au>X.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεκβιβάζω'}