Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεισάγω
συνεισβαίνω
συνεισβάλλω
συνεισελαύνω
συνεισέρχομαι
συνείσομαι
συνεισπίπτω
συνεισπλέω
συνεισπρᾱ́ττω
συνεισφέρω
συνεκβαίνω
συνεκβάλλω
συνεκβιβάζω
συνεκδημέω
συνέκδημος
συνεκδίδωμι
συνεκδραμεῖν
συνεκδύομαι
συνεκθερμαίνω
συνεκθνῄσκω
συνεκκαίδεκα
View word page
συν-εκβαίνω
συν-εκβαίνωvb of troopsalso push outfr. a place, in pursuit of enemy troopsX.

ShortDef

to go out together

Debugging

Headword:
συνεκβαίνω
Headword (normalized):
συνεκβαίνω
Headword (normalized/stripped):
συνεκβαινω
IDX:
38310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38311
Key:
συνεκβαίνω

Data

{'headword_display': '<b>συν-εκβαίνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-εκβαίνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of troops</Indic><Tr>also push out<Expl>fr. a place, in pursuit of enemy troops</Expl></Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεκβαίνω'}