Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνείρω
συνείρω
συνείς
συνεισάγω
συνεισβαίνω
συνεισβάλλω
συνεισελαύνω
συνεισέρχομαι
συνείσομαι
συνεισπίπτω
συνεισπλέω
συνεισπρᾱ́ττω
συνεισφέρω
συνεκβαίνω
συνεκβάλλω
συνεκβιβάζω
συνεκδημέω
συνέκδημος
συνεκδίδωμι
συνεκδραμεῖν
συνεκδύομαι
View word page
συν-εισπλέω
συν-εισπλέωcontr.vb of a commandersail inw. εἰς + acc.to a harbourat the same timeas othersX.

ShortDef

to sail into together

Debugging

Headword:
συνεισπλέω
Headword (normalized):
συνεισπλέω
Headword (normalized/stripped):
συνεισπλεω
IDX:
38307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38308
Key:
συνεισπλέω

Data

{'headword_display': '<b>συν-εισπλέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-εισπλέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a commander</Indic><Tr>sail in<Prnth><GLbl>w. <Ref>εἰς</Ref> + acc.</GLbl>to a harbour</Prnth>at the same time<Expl>as others</Expl></Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεισπλέω'}