Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεῖπον
συνείργω
σύνειρξις
συνείρω
συνείρω
συνείς
συνεισάγω
συνεισβαίνω
συνεισβάλλω
συνεισελαύνω
συνεισέρχομαι
συνείσομαι
συνεισπίπτω
συνεισπλέω
συνεισπρᾱ́ττω
συνεισφέρω
συνεκβαίνω
συνεκβάλλω
συνεκβιβάζω
συνεκδημέω
συνέκδημος
View word page
συν-εισέρχομαι
συν-εισέρχομαιξυν-mid.vbaor.2
συνεισῆλθον
enter togethersts. w.dat.w. someone, usu. w.acc.εἰς + acc.a house, fortification, or sim.E. Th. And. X. NT. Plu.

ShortDef

to enter along with

Debugging

Headword:
συνεισέρχομαι
Headword (normalized):
συνεισέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεισερχομαι
IDX:
38304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38305
Key:
συνεισέρχομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-εισέρχομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-εισέρχομαι<VL><FmHL>ξυν-</FmHL></VL></HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.2</Lbl><Form>συνεισῆλθον</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>enter together<Expl>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone, usu. <GLbl>w.acc.<or/><Ref>εἰς</Ref> + acc.</GLbl>a house, fortification, or sim.</Expl></Tr><Au>E. Th. And. X. NT. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεισέρχομαι'}