Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνειλέω
σύνειμι
σύνειμι
συνεῖπον
συνείργω
σύνειρξις
συνείρω
συνείρω
συνείς
συνεισάγω
συνεισβαίνω
συνεισβάλλω
συνεισελαύνω
συνεισέρχομαι
συνείσομαι
συνεισπίπτω
συνεισπλέω
συνεισπρᾱ́ττω
συνεισφέρω
συνεκβαίνω
συνεκβάλλω
View word page
συν-εισβαίνω
συν-εισβαίνωξυν-vb embark togetherw.acc.εἰς + acc.on a shipsts. w.dat.w. someoneA. E. Antipho

ShortDef

to embark in

Debugging

Headword:
συνεισβαίνω
Headword (normalized):
συνεισβαίνω
Headword (normalized/stripped):
συνεισβαινω
IDX:
38301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38302
Key:
συνεισβαίνω

Data

{'headword_display': '<b>συν-εισβαίνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-εισβαίνω<VL><FmHL>ξυν-</FmHL></VL></HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>embark together</Tr><Cmpl><GLbl>w.acc.<or/><Ref>εἰς</Ref> + acc.</GLbl>on a ship<Expl>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone</Expl><Au>A. E. Antipho</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεισβαίνω'}