Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνεδρείᾱ
συνεδρεύω
συνεδρίᾱ
συνεδριακός
συνεδριάομαι
συνέδριον
σύνεδρος
συνέεργον
συνεθέλω
συνεθίζω
συνείδησις
συνειδήσω
συνείκω
συνειλέω
σύνειμι
σύνειμι
συνεῖπον
συνείργω
σύνειρξις
συνείρω
συνείρω
View word page
συνείδησις
συνείδησιςεωςfσύνοιδα moral consciousnessconscienceNT.

ShortDef

self-consciousness: conscience

Debugging

Headword:
συνείδησις
Headword (normalized):
συνείδησις
Headword (normalized/stripped):
συνειδησις
IDX:
38288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38289
Key:
συνείδησις

Data

{'headword_display': '<b>συνείδησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συνείδησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>σύνοιδα</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>moral consciousness</Def><Tr>conscience</Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συνείδησις'}