Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύνδυο
συνδυστυχέω
συνδώδεκα
συνεγγίζω
συνεγγυάω
σύνεγγυς
συνεδρείᾱ
συνεδρεύω
συνεδρίᾱ
συνεδριακός
συνεδριάομαι
συνέδριον
σύνεδρος
συνέεργον
συνεθέλω
συνεθίζω
συνείδησις
συνειδήσω
συνείκω
συνειλέω
σύνειμι
View word page
συνεδριάομαι
συνεδριάομαιmid.contr.vbσυνεδρίᾱonly ep.inf.w.diect.
συνεδριάασθαι
sit together in councilAR.

ShortDef

sit (in council) together

Debugging

Headword:
συνεδριάομαι
Headword (normalized):
συνεδριάομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεδριαομαι
IDX:
38282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38283
Key:
συνεδριάομαι

Data

{'headword_display': '<b>συνεδριάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συνεδριάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS><Ety><Ref>συνεδρίᾱ</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>only ep.inf.<Expl>w.diect.</Expl></Lbl><Form>συνεδριάασθαι</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>sit together in council</Tr><Au>AR.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεδριάομαι'}