Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνδυαστικός
σύνδυο
συνδυστυχέω
συνδώδεκα
συνεγγίζω
συνεγγυάω
σύνεγγυς
συνεδρείᾱ
συνεδρεύω
συνεδρίᾱ
συνεδριακός
συνεδριάομαι
συνέδριον
σύνεδρος
συνέεργον
συνεθέλω
συνεθίζω
συνείδησις
συνειδήσω
συνείκω
συνειλέω
View word page
συνεδριακός
συνεδριακόςή όνadjσυνέδριονof a system of governmentmanaged by a councilrepresentativePlb.

ShortDef

governed by a συνέδριον

Debugging

Headword:
συνεδριακός
Headword (normalized):
συνεδριακός
Headword (normalized/stripped):
συνεδριακος
IDX:
38281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38282
Key:
συνεδριακός

Data

{'headword_display': '<b>συνεδριακός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συνεδριακός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>συνέδριον</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a system of government</Indic><Def>managed by a council</Def><Tr>representative</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'συνεδριακός'}