Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνδρομή
σύνδρομος
συνδυάζω
συνδυάς
συνδυασμός
συνδυαστικός
σύνδυο
συνδυστυχέω
συνδώδεκα
συνεγγίζω
συνεγγυάω
σύνεγγυς
συνεδρείᾱ
συνεδρεύω
συνεδρίᾱ
συνεδριακός
συνεδριάομαι
συνέδριον
σύνεδρος
συνέεργον
συνεθέλω
View word page
συν-εγγυάω
συν-εγγυάωcontr.vb join in giving awayin marriagea womanPlu.

ShortDef

to join in betrothing

Debugging

Headword:
συνεγγυάω
Headword (normalized):
συνεγγυάω
Headword (normalized/stripped):
συνεγγυαω
IDX:
38276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38277
Key:
συνεγγυάω

Data

{'headword_display': '<b>συν-εγγυάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-εγγυάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>join in giving away<Expl>in marriage</Expl></Tr><Obj>a woman<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεγγυάω'}