Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνδρομάδες
συνδρομή
σύνδρομος
συνδυάζω
συνδυάς
συνδυασμός
συνδυαστικός
σύνδυο
συνδυστυχέω
συνδώδεκα
συνεγγίζω
συνεγγυάω
σύνεγγυς
συνεδρείᾱ
συνεδρεύω
συνεδρίᾱ
συνεδριακός
συνεδριάομαι
συνέδριον
σύνεδρος
συνέεργον
View word page
συν-εγγίζω
συν-εγγίζωvb of personsdraw near, come closests. w.dat.to a place or personPlb.of a future contingencyPlb.

ShortDef

to draw near together

Debugging

Headword:
συνεγγίζω
Headword (normalized):
συνεγγίζω
Headword (normalized/stripped):
συνεγγιζω
IDX:
38275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38276
Key:
συνεγγίζω

Data

{'headword_display': '<b>συν-εγγίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-εγγίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of persons</Indic><Tr>draw near, come close<Expl>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>to a place or person</Expl></Tr><Au>Plb.</Au><vS2><Indic>of a future contingency</Indic><Au>Plb.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'συνεγγίζω'}