Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

σύνδουλος
συνδραμεῖν
συνδράω
συνδρήστειρα
συνδρομάδες
συνδρομή
σύνδρομος
συνδυάζω
συνδυάς
συνδυασμός
συνδυαστικός
σύνδυο
συνδυστυχέω
συνδώδεκα
συνεγγίζω
συνεγγυάω
σύνεγγυς
συνεδρείᾱ
συνεδρεύω
συνεδρίᾱ
συνεδριακός
View word page
συνδυαστικός
συνδυαστικόςή όνadjof human beingsdisposed to live in pairspairingArist.

ShortDef

disposed to live in pairs

Debugging

Headword:
συνδυαστικός
Headword (normalized):
συνδυαστικός
Headword (normalized/stripped):
συνδυαστικος
IDX:
38271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38272
Key:
συνδυαστικός

Data

{'headword_display': '<b>συνδυαστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>συνδυαστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of human beings</Indic><Def>disposed to live in pairs</Def><Tr>pairing</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'συνδυαστικός'}