Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνδοξάζομαι
συνδουλεύω
σύνδουλος
συνδραμεῖν
συνδράω
συνδρήστειρα
συνδρομάδες
συνδρομή
σύνδρομος
συνδυάζω
συνδυάς
συνδυασμός
συνδυαστικός
σύνδυο
συνδυστυχέω
συνδώδεκα
συνεγγίζω
συνεγγυάω
σύνεγγυς
συνεδρείᾱ
συνεδρεύω
View word page
συνδυάς
συνδυάςάδοςf pairingpartnershipw.gen.w. a wifeE.

ShortDef

paired

Debugging

Headword:
συνδυάς
Headword (normalized):
συνδυάς
Headword (normalized/stripped):
συνδυας
IDX:
38269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38270
Key:
συνδυάς

Data

{'headword_display': '<b>συνδυάς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συνδυάς</HL><Infl>άδος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>pairing</Def><Tr>partnership<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>w. a wife</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συνδυάς'}