Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνδικαστής
συνδικέω
συνδικίᾱ
σύνδικος
συνδιοικέω
συνδιοράω
συνδιορθόω
συνδιψάω
συνδιώκω
συνδοκέω
συνδοκιμάζω
συνδοξάζομαι
συνδουλεύω
σύνδουλος
συνδραμεῖν
συνδράω
συνδρήστειρα
συνδρομάδες
συνδρομή
σύνδρομος
συνδυάζω
View word page
συν-δοκιμάζω
συν-δοκιμάζωvb help to testexaminean opinion or sim.Isoc. Pl. approve, sanctiona proposalPlu.

ShortDef

to examine together

Debugging

Headword:
συνδοκιμάζω
Headword (normalized):
συνδοκιμάζω
Headword (normalized/stripped):
συνδοκιμαζω
IDX:
38258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38259
Key:
συνδοκιμάζω

Data

{'headword_display': '<b>συν-δοκιμάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-δοκιμάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>help to test<or/>examine</Tr><Obj>an opinion or sim.<Au>Isoc. Pl.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Tr>approve, sanction</Tr><Obj>a proposal<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συνδοκιμάζω'}