Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνδιημερεύω
συνδικάζω
συνδικαστής
συνδικέω
συνδικίᾱ
σύνδικος
συνδιοικέω
συνδιοράω
συνδιορθόω
συνδιψάω
συνδιώκω
συνδοκέω
συνδοκιμάζω
συνδοξάζομαι
συνδουλεύω
σύνδουλος
συνδραμεῖν
συνδράω
συνδρήστειρα
συνδρομάδες
συνδρομή
View word page
συν-διώκω
συν-διώκωξυν-vb join in pursuitof an enemyTh. pursue all the wayto a placefleeing troopsPlb.pass.of troops, a personbe pursued all the wayPlb. Plu.

ShortDef

to chase away together, join in the chase

Debugging

Headword:
συνδιώκω
Headword (normalized):
συνδιώκω
Headword (normalized/stripped):
συνδιωκω
IDX:
38256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38257
Key:
συνδιώκω

Data

{'headword_display': '<b>συν-διώκω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-διώκω<VL><FmHL>ξυν-</FmHL></VL></HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>join in pursuit<Expl>of an enemy</Expl></Tr><Au>Th.</Au> </vS1> <vS1><Tr>pursue all the way<Expl>to a place</Expl></Tr><Obj>fleeing troops<Au>Plb.</Au></Obj><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of troops, a person</Indic><Def>be pursued all the way</Def><Au>Plb. Plu.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'συνδιώκω'}