Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνδιηθέομαι
συνδιημέρευσις
συνδιημερεύω
συνδικάζω
συνδικαστής
συνδικέω
συνδικίᾱ
σύνδικος
συνδιοικέω
συνδιοράω
συνδιορθόω
συνδιψάω
συνδιώκω
συνδοκέω
συνδοκιμάζω
συνδοξάζομαι
συνδουλεύω
σύνδουλος
συνδραμεῖν
συνδράω
συνδρήστειρα
View word page
συν-διορθόω
συν-διορθόωcontr.vb help to straighten outa situationMen.

ShortDef

straighten at the same time, set

Debugging

Headword:
συνδιορθόω
Headword (normalized):
συνδιορθόω
Headword (normalized/stripped):
συνδιορθοω
IDX:
38254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38255
Key:
συνδιορθόω

Data

{'headword_display': '<b>συν-διορθόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-διορθόω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>help to straighten out</Tr><Obj>a situation<Au>Men.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συνδιορθόω'}