Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνδιεκπίπτω
συνδιέξειμι
συνδιηθέομαι
συνδιημέρευσις
συνδιημερεύω
συνδικάζω
συνδικαστής
συνδικέω
συνδικίᾱ
σύνδικος
συνδιοικέω
συνδιοράω
συνδιορθόω
συνδιψάω
συνδιώκω
συνδοκέω
συνδοκιμάζω
συνδοξάζομαι
συνδουλεύω
σύνδουλος
συνδραμεῖν
View word page
συν-διοικέω
συν-διοικέωcontr.vb helpw.dat.someoneto managebusiness, responsibilitiesIs. D. Arist. Plb. Plu. mid.arrange jointlyw. μετά + gen.w. someonew.compl.cl.that one shd. do sthg.Thphr.

ShortDef

to administer together with

Debugging

Headword:
συνδιοικέω
Headword (normalized):
συνδιοικέω
Headword (normalized/stripped):
συνδιοικεω
IDX:
38252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38253
Key:
συνδιοικέω

Data

{'headword_display': '<b>συν-διοικέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-διοικέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>help<Prnth><GLbl>w.dat.</GLbl>someone</Prnth>to manage</Tr><Obj>business, responsibilities<Au>Is. D. Arist. Plb. Plu.</Au></Obj> </vS1> <vS1><vSGrm><GLbl>mid.</GLbl><Tr>arrange jointly<Expl><GLbl>w. <Ref>μετά</Ref> + gen.</GLbl>w. someone</Expl></Tr><Cmpl><GLbl>w.compl.cl.</GLbl>that one shd. do sthg.<Au>Thphr.</Au></Cmpl></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'συνδιοικέω'}