Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνδιαχειμάζω
συνδιαχειρίζω
συνδιεκπίπτω
συνδιέξειμι
συνδιηθέομαι
συνδιημέρευσις
συνδιημερεύω
συνδικάζω
συνδικαστής
συνδικέω
συνδικίᾱ
σύνδικος
συνδιοικέω
συνδιοράω
συνδιορθόω
συνδιψάω
συνδιώκω
συνδοκέω
συνδοκιμάζω
συνδοξάζομαι
συνδουλεύω
View word page
συνδικίᾱ
συνδικίᾱᾱςf advocacyPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνδικίᾱ
Headword (normalized):
συνδικίᾱ
Headword (normalized/stripped):
συνδικια
IDX:
38250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38251
Key:
συνδικίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>συνδικίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συνδικίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>advocacy</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'συνδικίᾱ'}