Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνδιαφυλάττω
συνδιαχειμάζω
συνδιαχειρίζω
συνδιεκπίπτω
συνδιέξειμι
συνδιηθέομαι
συνδιημέρευσις
συνδιημερεύω
συνδικάζω
συνδικαστής
συνδικέω
συνδικίᾱ
σύνδικος
συνδιοικέω
συνδιοράω
συνδιορθόω
συνδιψάω
συνδιώκω
συνδοκέω
συνδοκιμάζω
συνδοξάζομαι
View word page
συνδικέω
συνδικέωξυν-contr.vbσύνδικος leg.support a case, act as advocateoft. w.dat.for someoneA. E. Att.orats. Pl. X. Plu. of an official appointed by the statebe a public advocatecommissionerD.act as advocatew.dat.for the publicAeschin.for a lawD.

ShortDef

to act as one's advocate

Debugging

Headword:
συνδικέω
Headword (normalized):
συνδικέω
Headword (normalized/stripped):
συνδικεω
IDX:
38249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38250
Key:
συνδικέω

Data

{'headword_display': '<b>συνδικέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συνδικέω<VL><FmHL>ξυν-</FmHL></VL></HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>σύνδικος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>leg.</Indic><Tr>support a case, act as advocate<Expl>oft. <GLbl>w.dat.</GLbl>for someone</Expl></Tr><Au>A. E. Att.orats. Pl. X. Plu.</Au> </vS1> <vS1><Indic>of an official appointed by the state</Indic><Tr>be a public advocate<or/>commissioner</Tr><Au>D.</Au><vS2><Tr>act as advocate</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>for the public<Au>Aeschin.</Au></Cmpl><Cmpl>for a law<Au>D.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'συνδικέω'}