Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνδιαφέρω
συνδιαφθείρομαι
συνδιαφυλάττω
συνδιαχειμάζω
συνδιαχειρίζω
συνδιεκπίπτω
συνδιέξειμι
συνδιηθέομαι
συνδιημέρευσις
συνδιημερεύω
συνδικάζω
συνδικαστής
συνδικέω
συνδικίᾱ
σύνδικος
συνδιοικέω
συνδιοράω
συνδιορθόω
συνδιψάω
συνδιώκω
συνδοκέω
View word page
συν-δικάζω
συν-δικάζωvb of a personshare in judicial decisionsPl.of the Councilsharew. a courtin a decisionLys. be a member of a juryserve as jurorThphr.

ShortDef

to be assessor to a judge

Debugging

Headword:
συνδικάζω
Headword (normalized):
συνδικάζω
Headword (normalized/stripped):
συνδικαζω
IDX:
38247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38248
Key:
συνδικάζω

Data

{'headword_display': '<b>συν-δικάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-δικάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a person</Indic><Tr>share in judicial decisions</Tr><Au>Pl.</Au><vS2><Indic>of the Council</Indic><Tr>share<Prnth>w. a court</Prnth>in a decision</Tr><Au>Lys.</Au></vS2> </vS1> <vS1><Def>be a member of a jury</Def><Tr>serve as juror</Tr><Au>Thphr.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνδικάζω'}