Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνδιατίθημι
συνδιατρῑ́βω
συνδιαφέρω
συνδιαφθείρομαι
συνδιαφυλάττω
συνδιαχειμάζω
συνδιαχειρίζω
συνδιεκπίπτω
συνδιέξειμι
συνδιηθέομαι
συνδιημέρευσις
συνδιημερεύω
συνδικάζω
συνδικαστής
συνδικέω
συνδικίᾱ
σύνδικος
συνδιοικέω
συνδιοράω
συνδιορθόω
συνδιψάω
View word page
συνδιημέρευσις
συνδιημέρευσιςεωςfσυνδιημερεύω spending of days togetherpl.days spent together or social recreationsPlu.

ShortDef

passing one's days together

Debugging

Headword:
συνδιημέρευσις
Headword (normalized):
συνδιημέρευσις
Headword (normalized/stripped):
συνδιημερευσις
IDX:
38245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38246
Key:
συνδιημέρευσις

Data

{'headword_display': '<b>συνδιημέρευσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>συνδιημέρευσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>συνδιημερεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>spending of days together</Def><SGrm><GLbl>pl.</GLbl><Def>days spent together or social recreations</Def><Au>Plu.</Au></SGrm></nS1></NE>', 'key': 'συνδιημέρευσις'}