Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνδιατηρέω
συνδιατίθημι
συνδιατρῑ́βω
συνδιαφέρω
συνδιαφθείρομαι
συνδιαφυλάττω
συνδιαχειμάζω
συνδιαχειρίζω
συνδιεκπίπτω
συνδιέξειμι
συνδιηθέομαι
συνδιημέρευσις
συνδιημερεύω
συνδικάζω
συνδικαστής
συνδικέω
συνδικίᾱ
σύνδικος
συνδιοικέω
συνδιοράω
συνδιορθόω
View word page
συν-διηθέομαι
συν-διηθέομαιpass.contr.vb of a smellbe strained througha respiratory blockagetogetherw. the breathPl.

ShortDef

to be filtered through together

Debugging

Headword:
συνδιηθέομαι
Headword (normalized):
συνδιηθέομαι
Headword (normalized/stripped):
συνδιηθεομαι
IDX:
38244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38245
Key:
συνδιηθέομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-διηθέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-διηθέομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a smell</Indic><Tr>be strained through<Prnth>a respiratory blockage</Prnth>together<Expl>w. the breath</Expl></Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνδιηθέομαι'}