Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνδιατελέω
συνδιατηρέω
συνδιατίθημι
συνδιατρῑ́βω
συνδιαφέρω
συνδιαφθείρομαι
συνδιαφυλάττω
συνδιαχειμάζω
συνδιαχειρίζω
συνδιεκπίπτω
συνδιέξειμι
συνδιηθέομαι
συνδιημέρευσις
συνδιημερεύω
συνδικάζω
συνδικαστής
συνδικέω
συνδικίᾱ
σύνδικος
συνδιοικέω
συνδιοράω
View word page
συν-διέξειμι
συν-διέξειμιvb go throughw.acc.a topic of conversationtogetherw.dat.w. someoneX.

ShortDef

go through together

Debugging

Headword:
συνδιέξειμι
Headword (normalized):
συνδιέξειμι
Headword (normalized/stripped):
συνδιεξειμι
IDX:
38243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38244
Key:
συνδιέξειμι

Data

{'headword_display': '<b>συν-διέξειμι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-διέξειμι</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>go through<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>a topic of conversation</Prnth>together</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>X.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συνδιέξειμι'}