Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνδιαταράσσω
συνδιατελέω
συνδιατηρέω
συνδιατίθημι
συνδιατρῑ́βω
συνδιαφέρω
συνδιαφθείρομαι
συνδιαφυλάττω
συνδιαχειμάζω
συνδιαχειρίζω
συνδιεκπίπτω
συνδιέξειμι
συνδιηθέομαι
συνδιημέρευσις
συνδιημερεύω
συνδικάζω
συνδικαστής
συνδικέω
συνδικίᾱ
σύνδικος
συνδιοικέω
View word page
συν-διεκπίπτω
συν-διεκπίπτωvb break out througha crowd of assailantstogetherw. someonePlu.

ShortDef

to rush out through together

Debugging

Headword:
συνδιεκπίπτω
Headword (normalized):
συνδιεκπίπτω
Headword (normalized/stripped):
συνδιεκπιπτω
IDX:
38242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38243
Key:
συνδιεκπίπτω

Data

{'headword_display': '<b>συν-διεκπίπτω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-διεκπίπτω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>break out through<Prnth>a crowd of assailants</Prnth>together<Expl>w. someone</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνδιεκπίπτω'}