Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνδιαταλαιπωρέω
συνδιαταράσσω
συνδιατελέω
συνδιατηρέω
συνδιατίθημι
συνδιατρῑ́βω
συνδιαφέρω
συνδιαφθείρομαι
συνδιαφυλάττω
συνδιαχειμάζω
συνδιαχειρίζω
συνδιεκπίπτω
συνδιέξειμι
συνδιηθέομαι
συνδιημέρευσις
συνδιημερεύω
συνδικάζω
συνδικαστής
συνδικέω
συνδικίᾱ
σύνδικος
View word page
συν-διαχειρίζω
συν-διαχειρίζωvb help to deal withremaining businessHdt.

ShortDef

to assist in accomplishing

Debugging

Headword:
συνδιαχειρίζω
Headword (normalized):
συνδιαχειρίζω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαχειριζω
IDX:
38241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38242
Key:
συνδιαχειρίζω

Data

{'headword_display': '<b>συν-διαχειρίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-διαχειρίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>help to deal with</Tr><Obj>remaining business<Au>Hdt.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συνδιαχειρίζω'}