Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνδιασῴζω
συνδιαταλαιπωρέω
συνδιαταράσσω
συνδιατελέω
συνδιατηρέω
συνδιατίθημι
συνδιατρῑ́βω
συνδιαφέρω
συνδιαφθείρομαι
συνδιαφυλάττω
συνδιαχειμάζω
συνδιαχειρίζω
συνδιεκπίπτω
συνδιέξειμι
συνδιηθέομαι
συνδιημέρευσις
συνδιημερεύω
συνδικάζω
συνδικαστής
συνδικέω
συνδικίᾱ
View word page
συν-διαχειμάζω
συν-διαχειμάζωvb spend the winter together w.dat.prep.phr.w. someonePlu.

ShortDef

to be in winter quarters along with

Debugging

Headword:
συνδιαχειμάζω
Headword (normalized):
συνδιαχειμάζω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαχειμαζω
IDX:
38240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38241
Key:
συνδιαχειμάζω

Data

{'headword_display': '<b>συν-διαχειμάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-διαχειμάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>spend the winter together</Tr> <Cmpl><GLbl>w.dat.<or/>prep.phr.</GLbl>w. someone<Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συνδιαχειμάζω'}