Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνδιαστρέφομαι
συνδιασῴζω
συνδιαταλαιπωρέω
συνδιαταράσσω
συνδιατελέω
συνδιατηρέω
συνδιατίθημι
συνδιατρῑ́βω
συνδιαφέρω
συνδιαφθείρομαι
συνδιαφυλάττω
συνδιαχειμάζω
συνδιαχειρίζω
συνδιεκπίπτω
συνδιέξειμι
συνδιηθέομαι
συνδιημέρευσις
συνδιημερεύω
συνδικάζω
συνδικαστής
συνδικέω
View word page
συν-διαφυλάττω
συν-διαφυλάττωAtt.vbδιαφυλάσσω help to defenda city's wallsLycurg. helpsts. w.dat.someoneto preservehis authority, control of affairsPlb. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνδιαφυλάττω
Headword (normalized):
συνδιαφυλάττω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαφυλαττω
IDX:
38239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38240
Key:
συνδιαφυλάττω

Data

{'headword_display': '<b>συν-διαφυλάττω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>συν-διαφυλάττω</HL><PS>Att.vb</PS><Ety><Ref>διαφυλάσσω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>help to defend</Tr><Obj>a city's walls<Au>Lycurg.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Tr>help<Prnth>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>someone</Prnth>to preserve</Tr><Obj>his authority, control of affairs<Au>Plb. Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'συνδιαφυλάττω'}