Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνδιασκοπέω
συνδιαστρέφομαι
συνδιασῴζω
συνδιαταλαιπωρέω
συνδιαταράσσω
συνδιατελέω
συνδιατηρέω
συνδιατίθημι
συνδιατρῑ́βω
συνδιαφέρω
συνδιαφθείρομαι
συνδιαφυλάττω
συνδιαχειμάζω
συνδιαχειρίζω
συνδιεκπίπτω
συνδιέξειμι
συνδιηθέομαι
συνδιημέρευσις
συνδιημερεύω
συνδικάζω
συνδικαστής
View word page
συν-διαφθείρομαι
συν-διαφθείρομαιpass.vb be corrupted together, share the taint of depravityw.dat.w. someoneIsoc. Din.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνδιαφθείρομαι
Headword (normalized):
συνδιαφθείρομαι
Headword (normalized/stripped):
συνδιαφθειρομαι
IDX:
38238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38239
Key:
συνδιαφθείρομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-διαφθείρομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-διαφθείρομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be corrupted together, share the taint of depravity</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone<Au>Isoc. Din.</Au> </Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συνδιαφθείρομαι'}