Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνδιασκέπτομαι
συνδιασκοπέω
συνδιαστρέφομαι
συνδιασῴζω
συνδιαταλαιπωρέω
συνδιαταράσσω
συνδιατελέω
συνδιατηρέω
συνδιατίθημι
συνδιατρῑ́βω
συνδιαφέρω
συνδιαφθείρομαι
συνδιαφυλάττω
συνδιαχειμάζω
συνδιαχειρίζω
συνδιεκπίπτω
συνδιέξειμι
συνδιηθέομαι
συνδιημέρευσις
συνδιημερεύω
συνδικάζω
View word page
συν-διαφέρω
συν-διαφέρωξυν-vb helpw.dat.someoneto continuea warHdt. endure togetherinvasions, sufferingw.dat.μετά + gen.w. someoneAr. Plu. of conspiratorscarry through togetheran undertakingPlu.

ShortDef

to bear along with one

Debugging

Headword:
συνδιαφέρω
Headword (normalized):
συνδιαφέρω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαφερω
IDX:
38237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38238
Key:
συνδιαφέρω

Data

{'headword_display': '<b>συν-διαφέρω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-διαφέρω<VL><FmHL>ξυν-</FmHL></VL></HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>help<Prnth><GLbl>w.dat.</GLbl>someone</Prnth>to continue</Tr><Obj>a war<Au>Hdt.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Tr>endure together</Tr><Obj>invasions, suffering<Expl><GLbl>w.dat.<or/><Ref>μετά</Ref> + gen.</GLbl>w. someone</Expl><Au>Ar. Plu.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Indic>of conspirators</Indic><Tr>carry through together</Tr><Obj>an undertaking<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συνδιαφέρω'}