Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνδιαρθρόω
συνδιασκέπτομαι
συνδιασκοπέω
συνδιαστρέφομαι
συνδιασῴζω
συνδιαταλαιπωρέω
συνδιαταράσσω
συνδιατελέω
συνδιατηρέω
συνδιατίθημι
συνδιατρῑ́βω
συνδιαφέρω
συνδιαφθείρομαι
συνδιαφυλάττω
συνδιαχειμάζω
συνδιαχειρίζω
συνδιεκπίπτω
συνδιέξειμι
συνδιηθέομαι
συνδιημέρευσις
συνδιημερεύω
View word page
συν-διατρῑ́βω
συν-διατρῑ́βωvb spend time together, consort togetherusu. w.dat.μετά + gen.w. someoneAtt.orats. Pl. X. Plb. Plu. spend time on, occupy oneself withw.dat.stories, follies, or sim.Isoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συνδιατρῑ́βω
Headword (normalized):
συνδιατρῑ́βω
Headword (normalized/stripped):
συνδιατριβω
IDX:
38236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38237
Key:
συνδιατρῑ́βω

Data

{'headword_display': '<b>συν-διατρῑ́βω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-διατρῑ́βω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>spend time together, consort together<Expl>usu. <GLbl>w.dat.<or/><Ref>μετά</Ref> + gen.</GLbl>w. someone</Expl></Tr><Au>Att.orats. Pl. X. Plb. Plu.</Au> </vS1> <vS1><Tr>spend time on, occupy oneself with</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>stories, follies, or sim.<Au>Isoc.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συνδιατρῑ́βω'}