Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνδιαπέτομαι
συνδιαπολεμέω
συνδιαπονέω
συνδιαπορέω
συνδιαπρᾱ́ττω
συνδιαρθρόω
συνδιασκέπτομαι
συνδιασκοπέω
συνδιαστρέφομαι
συνδιασῴζω
συνδιαταλαιπωρέω
συνδιαταράσσω
συνδιατελέω
συνδιατηρέω
συνδιατίθημι
συνδιατρῑ́βω
συνδιαφέρω
συνδιαφθείρομαι
συνδιαφυλάττω
συνδιαχειμάζω
συνδιαχειρίζω
View word page
συν-διαταλαιπωρέω
συν-διαταλαιπωρέωcontr.vb persevere to the endin bringing up childrenPl.

ShortDef

to endure hardship with

Debugging

Headword:
συνδιαταλαιπωρέω
Headword (normalized):
συνδιαταλαιπωρέω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαταλαιπωρεω
IDX:
38231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38232
Key:
συνδιαταλαιπωρέω

Data

{'headword_display': '<b>συν-διαταλαιπωρέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-διαταλαιπωρέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr> persevere to the end<Expl>in bringing up children</Expl></Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνδιαταλαιπωρέω'}