Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνδιαπεραίνω
συνδιαπέτομαι
συνδιαπολεμέω
συνδιαπονέω
συνδιαπορέω
συνδιαπρᾱ́ττω
συνδιαρθρόω
συνδιασκέπτομαι
συνδιασκοπέω
συνδιαστρέφομαι
συνδιασῴζω
συνδιαταλαιπωρέω
συνδιαταράσσω
συνδιατελέω
συνδιατηρέω
συνδιατίθημι
συνδιατρῑ́βω
συνδιαφέρω
συνδιαφθείρομαι
συνδιαφυλάττω
συνδιαχειμάζω
View word page
συν-διασῴζω
συν-διασῴζωξυν-vb help to preservewhat is good, a form of government, propertyTh. Isoc. D. rescue jointlya person and his weaponsPl.

ShortDef

to assist in preserving

Debugging

Headword:
συνδιασῴζω
Headword (normalized):
συνδιασῴζω
Headword (normalized/stripped):
συνδιασωζω
IDX:
38230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38231
Key:
συνδιασῴζω

Data

{'headword_display': '<b>συν-διασῴζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-διασῴζω<VL><FmHL>ξυν-</FmHL></VL></HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>help to preserve</Tr><Obj>what is good, a form of government, property<Au>Th. Isoc. D.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Tr>rescue jointly</Tr><Obj>a person and his weapons<Au>Pl.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'συνδιασῴζω'}