Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνδιαλαμβάνω
συνδιαλλάττω
συνδιαλῡ́ω
συνδιαμάχομαι
συνδιαμένω
συνδιαμνημονεύω
συνδιανεύω
συνδιανοέομαι
συνδιαπεραίνω
συνδιαπέτομαι
συνδιαπολεμέω
συνδιαπονέω
συνδιαπορέω
συνδιαπρᾱ́ττω
συνδιαρθρόω
συνδιασκέπτομαι
συνδιασκοπέω
συνδιαστρέφομαι
συνδιασῴζω
συνδιαταλαιπωρέω
συνδιαταράσσω
View word page
συν-διαπολεμέω
συν-διαπολεμέωξυν-contr.vb of shipsserve through a war togetherw. μετά + gen.w. a commanderTh.

ShortDef

to carry on a war along with

Debugging

Headword:
συνδιαπολεμέω
Headword (normalized):
συνδιαπολεμέω
Headword (normalized/stripped):
συνδιαπολεμεω
IDX:
38222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38223
Key:
συνδιαπολεμέω

Data

{'headword_display': '<b>συν-διαπολεμέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-διαπολεμέω<VL><FmHL>ξυν-</FmHL></VL></HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of ships</Indic><Tr>serve through a war together</Tr><Cmpl><GLbl>w. <Ref>μετά</Ref> + gen.</GLbl>w. a commander<Au>Th.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'συνδιαπολεμέω'}