Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνδιακυβερνάω
συνδιαλαμβάνω
συνδιαλλάττω
συνδιαλῡ́ω
συνδιαμάχομαι
συνδιαμένω
συνδιαμνημονεύω
συνδιανεύω
συνδιανοέομαι
συνδιαπεραίνω
συνδιαπέτομαι
συνδιαπολεμέω
συνδιαπονέω
συνδιαπορέω
συνδιαπρᾱ́ττω
συνδιαρθρόω
συνδιασκέπτομαι
συνδιασκοπέω
συνδιαστρέφομαι
συνδιασῴζω
συνδιαταλαιπωρέω
View word page
συν-διαπέτομαι
συν-διαπέτομαιmid.vb fig., of kinds of ignorance, envisaged as birdsfly about togetherPl.

ShortDef

fly about together

Debugging

Headword:
συνδιαπέτομαι
Headword (normalized):
συνδιαπέτομαι
Headword (normalized/stripped):
συνδιαπετομαι
IDX:
38221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38222
Key:
συνδιαπέτομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-διαπέτομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-διαπέτομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>fig., of kinds of ignorance, envisaged as birds</Indic><Tr>fly about together</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'συνδιαπέτομαι'}