Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

συνδιακομίζομαι
συνδιακοσμέω
συνδιακυβερνάω
συνδιαλαμβάνω
συνδιαλλάττω
συνδιαλῡ́ω
συνδιαμάχομαι
συνδιαμένω
συνδιαμνημονεύω
συνδιανεύω
συνδιανοέομαι
συνδιαπεραίνω
συνδιαπέτομαι
συνδιαπολεμέω
συνδιαπονέω
συνδιαπορέω
συνδιαπρᾱ́ττω
συνδιαρθρόω
συνδιασκέπτομαι
συνδιασκοπέω
συνδιαστρέφομαι
View word page
συν-διανοέομαι
συν-διανοέομαιmid.pass.contr.vb thinkabout sthg.togetherdeliberate togethersts. w.dat.w. someonePlb.

ShortDef

to deliberate with

Debugging

Headword:
συνδιανοέομαι
Headword (normalized):
συνδιανοέομαι
Headword (normalized/stripped):
συνδιανοεομαι
IDX:
38219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-38220
Key:
συνδιανοέομαι

Data

{'headword_display': '<b>συν-διανοέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>συν-διανοέομαι</HL><PS>mid.pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Def>think<Prnth>about sthg.</Prnth>together</Def><vS2><Tr>deliberate together<Expl>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>w. someone</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'συνδιανοέομαι'}